Σκέψου ότι παίζεις σ ‘ένα παιχνίδι.
Τηλεοπτικό (μπορεί και πείραμα…).
Από κείνα τα παλιά, που είχαν πολλούς χορηγούς, ατελείωτες διαφημίσεις, μεγάλη τηλεθέαση…
Το έπαθλο είναι ότι αλλάζει ολοκληρωτικά η ζωή σου…
Είσαι σ ‘ένα δωμάτιο με τέσσερις τοίχους…
Πρέπει να αποστηθίσεις κάθε αντικείμενο, κάθε έπιπλο, κάθε κάδρο στον τοίχο.
Κάθε εσοχή και κάθε εξόγκωμα. Κάθε σκάσιμο στο ξύλο.
Το χρώμα του καλύμματος στο κρεββάτι, αλλά και την υφή του…
Τις φωτογραφίες πάνω στο τζάκι, αλλά και την κορνίζα.
Πόσα βιβλία έχει η βιβλιοθήκη και τον τίτλο του κάθε βιβλίου.
Την αίσθηση που έχει το χαλί κάτω απ’τα πόδια σου, το ξύλινο πάτωμα όταν περπατάς ξυπόλυτος, τα σημεία που τρίζει…
Δεν ξέρεις ποια είναι η δοκιμασία. Σου είπαν μόνο να μάθεις τα πάντα απ ‘έξω κι ανακατωτά.
Αυτή είναι η αποστολή σου.
Κι έχεις χρόνο… Άπειρο… Θα τους ειδοποιήσεις όταν θα είσαι έτοιμος.
Περνάνε μέρες, κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να θυμηθείς. Δεν είσαι έτοιμος…
Περνάνε μήνες και ξεχνάς ακόμη. Δεν είσαι έτοιμος…
Περνάνε χρόνια και κάποια στιγμή τους ειδοποιείς ότι είσαι έτοιμος!
Πέρασες μερικά χρονάκια, προσπαθώντας να μάθεις στην εντέλεια κάθε λεπτομέρεια, μέσα σ ‘αυτούς τους τέσσερις τοίχους και τώρα μπορείς να το δεις, κλείνοντας απλά τα μάτια σου. Μπορείς και να το ζωγραφίσεις αν σου ζητηθεί.
Μπορείς να κάνεις ότι χρειαστεί και είσαι ένα βήμα πριν αλλάξει ολοκληρωτικά η ζωή σου…
Έρχεται η μεγάλη μέρα!
Φώτα , κάμερες, κόσμος, εσύ. Ήρθε η δική σου μέρα!
Είσαι έτοιμος! Έχεις κάνει τόσες πρόβες, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά….
Τα φώτα σβήνουν…
Ο εκφωνητής σου ζητάει να κάνεις ένα γύρο όλο το δωμάτιο χωρίς να τρακάρεις πουθενά.
Ευκολάκι, σκέφτεσαι.
Σου ζητάει να περιγράψεις τα σχέδια του χαλιού. Το κάνεις τέλεια!
Σου ζητάει να πεις τα ονόματα των τριών βιβλίων στο τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης. Σιγά το δύσκολο.
Να πεις το όνομα στην δεύτερη σελίδα , του πέμπτου βιβλίου, στο πάνω πάνω ράφι. Χα, νόμιζαν θα σε πιάσουν!
Σου ζητάει να βγάλεις τα παπούτσια σου και να σταθείς απέναντι από τον καθρέφτη. Πςςςς….
Σου ζητάει να περιγράψεις αυτόν που καθρεφτίζεται στον καθρέφτη….
……
Σου ζητάει να περιγράψεις αυτόν που καθρεφτίζεται στον καθρέφτη….
……
Σου ζητάει να περιγράψεις αυτόν που καθρεφτίζεται στον καθρέφτη….
……
Κρύος ιδρώτας . Είσαι έτοιμος να διαμαρτυρηθείς, ν’αρχίσεις να φωνάζεις. Αυτό δεν ήταν μέσα στην συμφωνία ψελλίζεις… Κάνεις ένα βήμα πίσω. Ήσουν τόσο απασχολημένος στο να τα μάθεις όλα στην εντέλεια, όλα αυτά που είναι έξω και γύρω από σένα, που ξέχασες να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Δεν τον έβλεπες καν τον καθρέφτη. Σ ‘ένοιαζε μονάχα η κορνίζα. Δεν ήξερες ότι θα σε ρωτούσαν τέτοιο πράγμα!
Δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που καθρεφτίζεται! Θα κάνεις μήνυση στην παραγωγή! Απειλείς, κλαις…
Θέλεις να φύγεις, να κρυφτείς, να εξαφανιστείς που χαράμισες τόσα χρόνια από την ζωή σου για να την αλλάξεις ολοκληρωτικά, αλλά ξέχασες να σε κοιτάξεις και τώρα δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που σε κοιτάζει…Βλέπεις μόνο νύχτα…
Σου δίνουν άλλη μια ευκαιρία!
Ουφ! Την γλύτωσα, σκέφτεσαι.
Μέσα στο σκοτάδι, ακούς έναν θόρυβο.
Σαν να μετακινούν τον καθρέφτη (καλύτερα, δεν καθρεφτίστηκε ποτέ κανείς εκεί, ούτως ή άλλως).
Σου λένε να προχωρήσεις ευθεία.
Πράγματι, μετακίνησαν τον καθρέφτη. Νιώθεις την ασυνέχεια, το χάσμα.
Προχωράς, ένα βήμα κι άλλο βήμα και μετά κενό…
Ιδρώτας, δεν έχεις ιδρώσει ποτέ έτσι.
Η καρδιά σου χοροπηδάει, την ακούς στα μηνίγγια σου, νιώθεις ότι θα χυθεί απ’τά αυτιά σου.
Απλώνεις τα χέρια, αλλά δεν υπάρχει τίποτα εκεί.
Πιάνεις σκοτάδι και φόβο. Δεν ήξερες ότι ο φόβος είναι απτός. Απλώνεις το πόδι, μήπως έχει κάτι άλλο πιο χαμηλά. Πάλι φόβος, τόσο πηχτός που θα μπορούσες να τον κόψεις με το μαχαίρι. Ακόμη δεν σου έχουν πει τι να κάνεις, ξέρεις όμως ότι δεν θα ‘ναι εύκολο. Ξέρεις ότι κάτι θα χάσεις, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε τόσος φόβος…
Μουσική αγωνίας, πάμε σε διαφημίσεις λένε…
Και σ ‘αφήνουν εκεί, να ψηλαφίζεις τον φόβο σου και να φοβάσαι το τίποτα.
Αυτό που δεν υπάρχει μπροστά σου. Όλα τ ‘άλλα τα ήξερες. Απ ‘έξω κι ανακατωτά. 352 βιβλία παπαγαλία , περιεχόμενα και σημειώσεις.
Τον κάθε ρόζο στο ξύλινο πάτωμα και το κάθε εξόγκωμα στον σοβατισμένο τοίχο. Πόσες πτυχές είχε η κουρτίνα και που κρεμούσε λίγο δεξιά.
Τις χαρακιές στο γραφείο που έκανες με τον χαρτοκόπτη , αυτές που ήθελες να κάνεις στο εσωτερικό του καρπού σου. Την υγρασία στο μαξιλάρι σου, τις νύχτες που έκλαιγες ,που δεν άντεχες ,αλλά έδινες κουράγιο στον εαυτό σου. Έλα , πάμε λίγο ακόμη…Την τρύπα στην γυψοσανίδα ,απ’ την γροθιά σου, γιατί δεν υπήρχε άλλος να επιτεθείς (κοίτα στον καθρέφτη…) Ας σε ρωτούσαν γι’ αυτά και θα τα ‘ξέρες όλα…
Για τότε που χτυπούσες το κεφάλι σου στον τοίχο, γιατί οι σκέψεις δεν σε άφηναν να κλείσεις μάτι, γιατί ήσουν μόνος σου, αλλά έκανες κουράγιο, λίγο ακόμη, όλα θ ‘αλλάξουν…
Για την φθαρμένη πλευρά του χαλιού, που την έκρυψες κάτω από το κρεββάτι να μην φαίνεται, από τότε που περπατούσες και περπατούσες και περπατούσες και δεν πήγες πουθενά…
Για την κουβέρτα, την λίγο σκισμένη στην άκρη, που την δάγκωνες για να μην ουρλιάξεις, όταν η μοναξιά σου, φορούσε τον πόνο σου για νυχτικό…
Στο δεύτερο συρτάρι του κομοδίνου, μαζί με χάπια, γυαλιά πρεσβυωπίας και κάλτσες, κάτι παιδικές αναμνήσεις, που τις έβγαζες και τις κοιτούσες , όταν ήθελες να θυμηθείς πως χαμογελάνε.
Στο καλάθι με τα άπλυτα, κάτω κάτω, κάτι όνειρα…
Για μια άλλη ζωή. Κάποτε. Κάπου αλλού. Κάπως αλλιώς. Κάποιος άλλος.
Τέλος διαφημίσεων. Μουσική αγωνίας. Χάσκεις μπροστά στο ανοιχτό στόμα της αβύσσου, μείγμα φόβου και θλίψης και θυμού και τσατίλας…
Τι έκανες;
Πήδα!
Δεν ακούς…Θυμώνεις…
Πήδα!
Δεν ακούς…Πονάς…
Πήδα! Φωνάζει ακόμη πιο δυνατά ο εκφωνητής!
Κάνεις ένα βήμα πίσω…κι άλλο…το ξανασκέφτεται…έφτασες μέχρι εδώ…διστάζεις…ξαναπάς μπροστά…απλώνεις τα χέρια…ο φόβος εκεί, μαζί με πίκρα…θα την χάσεις κι αυτή την ευκαιρία, αλλά φοβάσαι…κι αν πεθάνεις; Αν έχει γκρεμό; Αν έχει νερό και πνιγείς; Αν έχει αράχνες και κατσαρίδες; Αν έχει φίδια;
Κουνάς το κεφάλι δεξιά αριστερά σαν να λες όχι.
Πήδα!
Κουνάς ξανά το κεφάλι.
Πήδα!
Όχι ! Λες αποφασισμένος! Όχι! (κι ας έχασα τόσα χρόνια προσπαθώντας ν ‘αλλάξω την ζωή μου κάνοντας το ίδιο ξανά και ξανά, τουλάχιστον δεν θα την χάσω…)
Λυπούμεθα χάσατε! Πένθιμη μουσική, ανάβουν τα φώτα. Ο παρουσιαστής φτύνει χολή και φεύγει κλωτσώντας το σκηνικό. Κάποιοι γελάνε, κάποιοι βρίζουν, καναδυό σε μουντζώνουν.
Με πόδια κουρσούμια φτάνεις στην τρύπα. Να δεις τον φόβο σου, να δεις το τέρας που κρυβόταν στο σκοτάδι, να δεις τι θα πάθαινες αν τολμούσες.
Να πεις στον εαυτό σου, πάλι καλά που δεν το ‘κανα …χαλάλι τα χρόνια που έχασα, τουλάχιστον είμαι ασφαλής…
Σκύβεις.
Μαλακό παχύ στρώμα απ ‘άκρη σ ‘άκρη.
Βάθος;
Γύρω στα 50 εκατοστά………………………………………………………………………