Πόσο έχω παραπλανηθεί πιστεύοντας ότι φταις εσύ για όλα.

Αθωώνω τον εαυτό μου με ένα πρόχειρο συγχωροχάρτι,  υπογεγραμμένο από τις τύψεις μου και το κορνιζώνω περήφανα ανάμεσα στις παραισθησιογόνες αντιλήψεις μου.

Εχτισα φράχτες γύρω σου για να σε φυλακίσω και την ίδια στιγμή βρέθηκα κι εγώ σ’ένα βαθύ μπουντρούμι.

Κάθε σκέψη που έκανα για σένα, κάθε βολή που εκτόξευσα εναντίον σου, κάθε παράλογη ενοχή που σου φόρεσα, πρώτα την ντύθηκα εγώ.

Όντας από την άλλη πλευρά του φράχτη, νόμισα θα σε κρύψω, μα ο φράχτης έγινε ένας τεράστιος μεγεθυντικός καθρέφτης και βλέπω όλα τα λάθη μου διογκωμενα.

Ό,τι δεν ήθελα να δω, με βλέπει αυτό.

Με κοιτάζει κατάματα με μάτια γυαλισμένα από τρέλα.

Πετάγεται μέσα από σκιές, σαν μπαμπούλας των παιδικών μου χρόνων και ο φόβος γίνεται χειροπιαστός.

Σαν πυκνό σκοτάδι, σαν πίσσα και βάλτος και κινούμενη άμμος.

Κάθε που σε φορτώνω αμαρτίες, βουλιάζω πιο βαθιά.

Κάθε που σε μισώ, πονάω κι άλλο.

Κάθε που σε κυνηγάω, ψάχνω καταφύγιο .

Σαν παιδάκι που τρέμει την τιμωρία του πατέρα, σε δείχνω με το δάχτυλο, ελπίζοντας να την πληρώσεις εσύ.

Μαρτυριάκο, κακομαθημένο, φοβισμένο, κρύβομαι πίσω από αυτό το δάχτυλο που δείχνει , πιο εκτεθειμένο και γυμνό από ποτέ.

Κι ούτε που σταματάει το τρέμουλο…

Επιλέγοντας να σε κρατήσω φυλακισμένο στην φυλακή του μυαλού μου, έκανα το μυαλό μου φυλακή.

Δεσμώτης και δέσμιος, ίδιο νόμισμα δύο όψεις. Όψεις τραχιές, ακατέργαστες που αγνοούν η μία την ύπαρξη της άλλης.

Συγχώρεσε με αδερφέ μου (άνθρωπε, συνάνθρωπε, συνταξιδιώτη, συνοδοιπόρε, σύντροφε, συνταλαίπωρε και συνπλανεμένε), κάνε μου χώρο να υπάρξω μαζί σου, γιατί χώρια σου δεν μπορώ .

Συγχώρεσε με που ξέχασα την συμφωνία μας πριν από τον χρόνο, να έρθουμε εδώ και να παίξουμε αχόρταγα, χωρίς κανόνες , μέχρι να καταργήσουμε τον χρόνο.

Σε συγχωρώ (σου κάνω κι εγώ χώρο να υπάρξεις μαζί μου), γιατί εγώ σε έβαλα να παίξεις αυτόν τον ρόλο κι έπειτα αποκοιμήθηκα και είδα όνειρο πως φταις.

Φταις που ξέχασα.
Φταις που απόκαμα και κοιμήθηκα
Φταις που πίστεψα πως το όνειρο ήταν α-λήθεια. Φταις που κοιμήθηκα στην λήθη και ξύπνησα στον χρόνο.
Φταις που χρησιμοποίησα τον χρόνο για να καταγράψω τα κρίματα σου και να τα αρχειοθετήσω με χρονολογική σειρά, μην και τυχόν ξεφύγει τίποτα .

Με τα λάθη σου έφτιαξα το παρελθόν και με τις αμαρτίες σου βάρυνα το μέλλον μου.
Μόλις σ’αφήσω ελεύθερο , θα πετάξεις σαν χαρταετός, σπάζοντας τον σπάγγο και μαζί σου θα αποκτήσω κι εγώ φτερά.

Είσαι αθώος αδελφέ μου, σαν ένα μωρό στην κούνια. Τίποτε δεν άγγιξε την θεογέννητη ψυχή σου, γιατί τίποτα δεν μπορεί να λερώσει το φως.

Μόλις δω το δικό σου φως, αναγνωρίζω  και το δικό μου.

Μόλις συγχώρεσω το σώμα σου, γίνεται διάφανο.

Μόλις συγχώρεσω τις πράξεις σου, εξαφανίζεται το παρελθόν και συμπαρασύρει το μέλλον.

Κι αρχίζει να προεκτείνεται η παρούσα στιγμή πέρα από κάθε προσδοκία και πρόβλεψη.

(Σ)χώρα με καλέ μου, να σε (σ)χωρέσω κι εγώ κι οι δυο μαζί σαν ένα,  να χωρέσουμε στην αγκαλιά του Πατέρα.  Να γυρίσουμε επιτέλους σπίτι. Λείπουμε καιρό. Και μας περιμένει η αγάπη.

Ας μην περιμένει άλλο η αγάπη… 

Rania Chatzitheodorou αφιερωμένο!

Σ’ευχαριστώ! ❤️

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *