Θυμάσαι εκείνο το κενό, που ένιωθες να φυτρώνει στο κέντρο του στήθους σου;
Αυτό που πίστεψες ότι ειναι ένα κομμάτι σου, που λείπει;
Που φαντάστηκες πως μόνο εσύ γεννήθηκες λειψός και προσπαθούσες να το κρύψεις;
Που το χόρτασες αντικείμενα και φαγητό και ουσίες κι αυτό το ρημάδι φαίνεται να μην έχει πάτο;
Που το μπουκώνεις με επιτεύγματα και στόχους και νίκες κι αυτό μια τεράστια καταβόθρα, βρίσκεται πάντα εκεί;
Που με τα λάθη και τα στραβοπάτηματα σου γίνεται ακόμη μεγαλύτερο; Τόσο πολύ που τρέμεις μην τύχει καμιά μέρα και σε καταπιεί ολόκληρο;
Που το ανακάλυψες τυχαία, κάπου στην εφηβεία , γιατί παιδάκι, δεν το θυμάσαι καν;
Που από τότε που το βρήκες , δεν σ’ έχει αφήσει; Ακοίμητος φρουρός και βάσανο και φίλος;Που όταν σκύβεις να κοιτάξεις, να καταλάβεις βρε αδερφέ, τι σόι πράμα είναι, μαυρίζει και μουγκρίζει σαν μανιασμένη θάλασσα;
Μόνος δεν είσαι, να το ξέρεις !
Με το που ντύνεσαι την ανθρώπινη φορεσιά, έρχεται ένας άγγελος και σου κάνει μια έτσι με το δάχτυλο του, στο μικρό στηθάκι σου, για να σου θυμίσει να πορεύεσαι με την καρδιά σε τούτη δω την γη.
Και την ακολουθάς στα δύο και στα τρία σου χρόνια. Και την βγάζεις βόλτα στα πέντε και στα έξι. Και παίζεις μαζί της μέχρι τα επτά…
Κι αρχίζεις και ξεχνάς λίγο λίγο…
Και το σημάδι που σου άφησε για υπενθύμιση ο τύπος με τα φτερά, παύει να σου θυμίζει κάτι και νομίζεις είναι ελάττωμα. Κι όσο το κρύβεις μεγαλώνει.
Κι όσο το φοβάσαι βαθαίνει. Κι όσο ψάχνεις την αιτία αλλού, πονάει…
Κι όσο το ταΐζεις χρόνο, χάσκει ορθάνοιχτο και σου ζητάει κι άλλο!
Κι άλλο μετάνιωμα κι άλλη μια τύψη, λίγο ακόμη κλάμα. Κι αν δεν του φτάσουνε τα περασμένα , ζητάει και το μέλλον σου. Σενάρια θέλει, το τέρας το αχόρταγο, σενάρια ζοφερά για τα μελλούμενα.Κι όσο ο νους σου πολεμάει να το σωπάσει, τόσο αυτό ουρλιάζει..
Εχθές αργά μάζεψα τα κουράγια μου και ρώτησα το όνομα του. Στιγμή μου αποκρίθηκε και Τώρα και Παρόν.
Σάστισα…Αυτό το άχρηστο το Τώρα που το προσπερνάω, εννοείς; Που το πετάω σαν τσόφλι και σαν φλούδα; Που ξεφλουδίζω βιαστικά κι απρόσεκτα για να φτάσω στην ουσία; Στο μετά; εκεί που θέλω να βρεθώ; (Γιατί δεν φτάνω ποτέ βέβαια , ούτε που το κατάλαβα…)
Κάθησα και το άκουσα με προσοχή. Μου ‘πε λόγια περίεργα, πως άλλος χρόνος δεν υπάρχει , πέρα απ’αυτό το ίδιο . Κι ότι το μέλλον και το παρελθόν είναι στα ψέματα, όπως παίζαμε τον γιατρό, μικράκια.
Κι όσο του έδινα προσοχή, τόσο λιγόστευε. Κι όσο λιγόστευε, τόσο μαλάκωνε. Κι όταν μαλάκωσε πολύ, στ’ορκίζομαι, ήρθε εκείνος ο άγγελος και μου ‘κανε μία έτσι πάνω στην καρδιά και κλείνοντας το μάτι μου ‘πε : τώρα που είσαι στο Τώρα, αυτήν ν’ακούς… Κι έφυγε φτεροκοπόντας.
Και πριν χαθεί εντελώς, μου φώναξε να στο θυμήσω…
Γιατί μονάχα όταν κλείσουν όλα τα κενά κι ανοίξουν όλες οι καρδιές, θα λείψει ο πόνος, ο φόβος και ο θάνατος.
Και η Αγάπη επιτέλους θα είναι η κοινή μας γλώσσα… Που είναι ήδη δηλαδή…
Έτσι…!!!!
Δάκρυσα.. Αληθινό και εύστοχο.
Ευχαριστώ ❤️