Είδα ένα όνειρο…

Ήτανε λέει ένας κόσμος, καμωμένος από υλικά περίεργα και πρωτόγνωρα. Σκοτεινός, μα συνάμα κι όμορφος. Γιατί είχε κάτι που το λέγανε φύση κι ήταν ότι πιο όμορφο είχα αντικρύσει.

Κι είδα πανύψηλα βουνά , χιονισμένα και απόκρημνα ,να τα γδέρνει ο μανιασμένος άνεμος κι εκείνα τρισευτυχισμένα , να μένουν ορθά και περήφανα.  

Κι είδα και πεδιάδες, ωωωωω κάτι πεδιάδες να τις λούζει ο ήλιος!

Άλλες καταπράσινες, με στάχυα σαν σμαραγδένια κύματα κι άλλες πολύχρωμες, με τόσα χρώματα και τόσες μυρωδιές που ο νους μου, πλημμύρισε κι έχασε το μυαλό του…

Κι όταν πια πλημμύρισε για τα καλά, είδα νερά…

Είδα να βρέχει και να βρέχει και να βρέχει, μια  περίεργη ατελείωτη  βροχή, σαν κάθαρση και σαν σωτηρία, σαν αίνιγμα και σαν απορία… Κι άρχισαν τα ρυάκια, να σκαλίζουν μονοπάτια ανάμεσα στα δέντρα…

Κι άρχισαν τα ποτάμια να φουσκώνουν με ορμή κι ήρθαν κι οι θάλασσες κι ανάσαναν…

Και γίναν πολλές, αμέτρητες, απέραντες κι έσμιξαν με τα στάχυα και με τα βουνά κι η ομορφιά ήταν τόση πολλή, που άρχισα να κλαίω, γιατί πως να χωρέσεις τόση ομορφιά χωρίς να σε πονέσει…

Κι άρχισαν να τρέχουν στις πεδιάδες πλάσματα, ελεύθερα, υπέροχα πλάσματα, γιατί πως να χαρείς την ομορφιά, αν δεν την τρέξεις…

Κι άλλα σέρνονταν στο χώμα και τ ‘αγκάλιαζαν και το φιλούσαν και σ ‘άλλα φύτρωναν φτερά κι αυτά πετούσαν…κι άλλα….άκου να δεις τώρα, διάλεξαν το νερό για σπίτι τους και κολυμπούσαν εκεί δα χωρίς αντίσταση,  δίχως να αντιλαμβάνονται ότι είναι ξέχωρα απ ’αυτό…

Κανένα απ ’αυτά τα πλάσματα δεν γνώριζε ότι ήταν κάτι άλλο απ ’αυτό που ήταν κι απ ’αυτό που τους περιέβαλλε. Κι όχι ότι τους ένοιαζε κιόλας….

Επειδή απλά ήταν…

Κι ήρθε κι ένα πλάσμα, διαφορετικό από τα υπόλοιπα…

Που αυτό πίστεψε ότι ήταν κάτι άλλο από αυτό που στ’ αλήθεια  ήταν…

Κι αυτή του η πλάνη, του ‘γίνε βάσανο! Βάσανο  βαρύ που όσο το κουβάλαγε, τόσο βάραινε. Κι όσο πάλευε να το αφήσει, τόσο κόλλαγε πάνω του. Σαν ιδρωμένο, βρώμικο ρούχο…

Και τόσο πολύ μεγάλωσε το βάσανο  και τόσο πολύ ξέχασε τι ήταν αυτό το πλάσμα, που άρχισε να μοιράζει τον πόνο του δεξιά κι αριστερά γιατί πια ήταν αφόρητος…

Κι άρχισε να πονάει και τα άλλα πλάσματα, αυτά που περπατούσαν, αυτά που πετούσαν, αυτά που κολυμπούσαν, αυτά που έρπονταν…

Πίστεψε πως αν δώσει αλλού τον πόνο του, θα λιγοστέψει…

Κι όσο αυτός μεγάλωνε , άρχισε να τον μοιράζει  με περίσσια γαλαντομωσύνη στα πλάσματα που έμοιαζαν μ ‘αυτόν…

Και ανακάλυψε τρόπους να το κάνει γρήγορα και εύκολα και να ξεφορτώνεται έτσι πολύ βάσανο με τη μια. Πολέμους θαρρώ τους ονόμασε τους τρόπους και αδικία και πείνα και αρρώστια και θάνατο…

Κι όσο περισσότερο βάσανο του έφευγε με μιας ,άλλο τόσο γυρνούσε…κι όλο και πιο πολύ τον βάραινε…κι αντί να θυμηθεί τι ήταν , τόσο πιο πολύ πολεμούσε να ξεχάσει…

Και τα βάλε και με τα βουνά και με τις θάλασσες και τον αέρα…9

Γιατί ο πόνος του, που δεν ήξερε τι ήταν ,έγινε ο φόβος του ότι θα πεθάνει…κι άμα δεν ξέρεις τι είσαι γιατί να φοβάσαι ότι θα πεθάνεις; Και γιατί να κλαις πριν να συμβεί…

Κι όσο ερχόταν καινούρια τέτοια πλάσματα σ ’αυτόν τον κόσμο, φρόντιζαν τα μεγαλύτερα σε ηλικία, οι «παλιοί» (α ναι , δεν σας είπα σ ’αυτόν τον κόσμο, είχαν και κάτι που το έλεγαν χρόνο…) να τους προλαβαίνουν τα καθέκαστα, μην τυχόν και ξεφύγουν…

Να τους ενημερώνουν για το βάσανο και να τους δίνουν ένα βαρβάτο  μερίδιο να κουβαλάνε σε όλη τους την ζωή! Ζωή! Ναι αυτή που τελειώνει… Με τον θάνατο… Όταν έχει πια τελειώσει ο χρόνος… Αυτός που θα τους κυνηγάει όσο ζουν(;)…

Και τους προίκιζαν κι με έναν μεγάλο, τεράστιο καθρέφτη, χωρίς όμως να τους πουν τι είναι (μήπως ξέρουν;) για να βλέπουν κάποιον άλλον συνέχεια μπροστά τους ,για να’χουν κάπου να ρίχνουν το φταίξιμο…

Και καθώς ούτε οι «παλιοί» είχαν μάθει, έλεγαν στους καινούριους να συνεχίσουν να μοιράζουν το βάσανο και να το πασπαλίζουν με πολύ πολύ πόνο, έτσι που κανείς ποτέ πια, να μην μάθει την αλήθεια (α- λήθη), κανείς πια να μην μπορεί να θυμηθεί, κανείς να μην βγει ποτέ απ ’αυτό που νομίζει και φαντάζεται σαν πραγματικό…

Κι όταν ήρθαν  κάποιοι, κάπου , κάποτε ,που τόλμησαν να προσπαθήσουν να  θυμίσουν , τα αυτιά ήταν ήδη  βουλωμένα με φόβο και καχυποψία…

(Πως ν ‘αφήσεις το βάσανο από την πλάτη σου, που νομίζεις είναι δικό σου, είναι η καμπούρα σου και η κληρονομιά σου…)

Και βιάστηκαν οι «παλιοί» να τους σταυρώσουν , εκείνους που μιλούσαν λόγια περίεργα κι επαναστατικά, ότι τάχα μου , μπορείς να την πετάξεις την καμπούρα και είπαν και μια πολύ τρομακτική λέξη…Αγάπη….

Κι ύστερα την πήραν αυτή την λέξη οι «παλιοί» και την πιπίλισαν τόσο πολύ, σαν γλειφιτζούρι λιωμένο στο στόμα που έχει χάσει την γλύκα του κι απόμεινε μόνο λέξη, χωρίς ουσία…

Και μετά λέει,  (γιατί θυμάσαι ότι είσαι μέσα στο όνειρο (μου;)) όοοοοοολο αυτό ήτανε μια τεράστια τσιχλόφουσκα, μια τεράστια φούσκα μπροστά στο στόμα μου και την κατάπια….

Κι όλος αυτός ο κόσμος μπήκε μέσα μου….

Κι όλος αυτός ο φόβος μπήκε μέσα μου…

Κι όλος αυτός ο πόνος, έγινα εγώ…

Κι όλη αυτή η βία μαύρισε την ψυχή μου…

Κι όλο αυτό το βάσανο έγινε βάσανο μου…

Κι απόρησα τι να την κάνω αυτή την φούσκα ,που δεν μ ‘αφήνει να ανασάνω…

Και πνίγομαι…Αγωνιώ…Παλεύω…Προσπαθώ…

Φωνάζω βοήθεια…

Κι ήρθε η λέξη… αγάπη (αυτή η επαναστατική, η τρομακτική, η χιλιοπιπιλισμένη)

Και παραδόθηκα…

Και εμπιστεύτηκα…

Και αφέθηκα…

Και μ ‘αγάπησα…

Και ξύπνησα…

Κι ήμουν πάλι φως…

 

4 thoughts on “Είδα ένα όνειρο…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *