Έχω έναν σκύλο που τον λένε Μιζέ!

ΜΑΘΗΜΑ 1. Καλή μας αρχή!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας καλός άνθρωπος. Γιατί κατά βάση, όπως μου έχουνε πει, καλός γεννιέσαι και άξιος και μοναδικός και μετά αναλαμβάνει η κοινωνία, να σε ενημερώσει για τα καθέκαστα και να σε πλάσει κατά πως την βολεύει και να σε κάνει ίδιο με τους άλλους…αυτούς που χρειάζεται περισσότερο, τους χωρίς όνειρα ,τους συμβατικούς και τους συνηθισμένους. Γιατί, πίστεψέ με, κανένας δεν γεννιέται έτσι, φτιάχνεται .

Αν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις από το χωνευτήρι των προσωπικοτήτων και των ανθρώπινων δυνατοτήτων, με ρωτάς; Και βέβαια υπάρχει! Και λέγεται ελεύθερη βούληση και δεν είναι μπαρούφα ,σαν την φράση, κοινή λογική ή μέσος όρος…

Αλλά, ας συνεχίσω με τον καλό άνθρωπο που έπιασε δουλειά στο μικρό εργοστάσιο του γειτονικού χωριού .

Χωρίς αυτοκίνητο, ποδήλατο, ή γαϊδούρι ξεκινάει κάθε πρωί, για μια ωριαία πεζοπορία μέσα από το δάσος!

Συναντάει, διάφορους ανθρώπους και «ζωντανά» (γιατί αλήθεια τα λέμε ζωντανά; Και γιατί αυτά που τρώμε τα λέμε κρέας κι όχι «ψόφια» ;), χαίρεται την διαδρομή, ιδιαίτερα τις ηλιόλουστες μέρες…την δουλειά του, όχι και τόσο, μιας και είναι λύση ανάγκης, όπως λέει…

Του αρέσει το  πράσινο , αγαπάει την φύση , τον ξεκουράζει. Τα κόκκαλα του αγαπάνε τον ήλιο και την ζέστη, έχει εκείνο τον πόνο στο ισχίο, που τον ταλαιπωρεί, φταίει η ηλικία, είναι μεσήλικας! Τον Απρίλη έκλεισε τα πενήντα!

Λίγο πριν  πάρει τον κατήφορο για το εργοστάσιο, υπάρχει ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι με μια μεγάλη βεράντα και θέα όλο τον κάμπο. Μια μέρα βλέπει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να πίνει το καφεδάκι του και δίπλα τους να κάθεται ο σκυλάκος τους. Ένας από κείνους τους γλυκούληδες άσπρους πατσαβουράκους, που παίζει να τους μπερδέψεις και με την σφουγγαρίστρα καμμιά φορά…

Καλημερίζει (χωριό λέμε! Τίνος είσαι συ κι έτσι), ο σκύλος αντί να γαβγίσει, γκρινιάζει, ξέρεις εκείνο το παραπονιάρικο  ιιιιιιι,ιιιιι, ιιιιιιι,  δεν δίνει σημασία, φεύγει.

 

Μια άλλη μέρα, συννεφιασμένη κι άκεφη μέρα, που μόλις έχει μαλώσει με την γυναίκα του (δεν είναι η πρώτη φορά , φταίει όμως κιόλας… άφησε το τηλεκοντρόλ στραβά πάνω στο τραπεζάκι και τσαλάκωσε το κολλαρισμένο σεμεδάκι) ο κ. Γιώργος, ας του δώσω όνομα , να ξέρεις για ποιον μιλάω, πέφτει ξανά πάνω στο ηλικιωμένο ζευγάρι. Και στον πατσαβουράκο, που κάθεται ακριβώς στο ίδιο σημείο, στην ξύλινη βεράντα και συνεχίζει να γκρινιάζει… ιιιιιιι, ιιιιιιιιιιιιιιι..ιιιιιιιιιιι. Θα πονάει σκέφτεται. Χαιρετάει βιαστικά και συνεχίζει τον δρόμο του.

 

Αρχίζει να βρέχει, αρχίζει να βρίζει σιωπηλά την γυναίκα του, που δεν σκέφτηκε να του δώσει ομπρέλα, τον βρωμόκαιρο, την σκατοδουλειά του, την σκατοζωή του (πλάκα δεν έχει, που όταν αρχίζει να σ’ ενοχλεί κάτι ,μετά έρχεται κι άλλο κάτι που σε ενοχλεί πιο πολύ και στο τέλος μαζεύονται πολλά κάτια κι όλα είναι σκατά;) και την τύχη του γενικότερα, που δεν ήταν καλός μαθητής και δεν έφυγε ποτέ απ΄ το χωριό, γιατί νόμιζε δεν είχε ευκαιρίες και μετά αγάπησε την Μαρίκα (που μάλλον δεν την αγαπάει πια, γιατί του ‘φαγε την ζωή) και την «γκάστρωσε» και την παντρεύτηκε στα γρήγορα και δεν πρόλαβε να χαρεί τα νιάτα του…Και σιγά μετά να μην μπορούσε να φύγει απ’το χωριό με τρία κουτσούβελα….Και τα παιδιά δεν πατάνε πια σπίτι…

Φτάνει στην δουλειά , ούτε το κατάλαβε πως, ούτε κατάλαβε πότε….

Εποχιακή δουλειά, 6 μήνες σε εργοστάσιο με κομπόστες. Πατάει κουμπιά, ελέγχει ετικέτες,  βαριέται μέχρι θανάτου, αν πέθαινε σήμερα ούτε που θα τον ένοιαζε, βρίζει ξανά την Μαρίκα και την τύχη του.

Αυτουνού, του αρέσει να δουλεύει το ξύλο. Φτιάχνει μικρά θαυματάκια ,μεταμορφώνει το ξύλο, σε φιγούρες, σε πολεμιστές και  νεράιδες σε γοργόνες και δράκους….Η Μαρίκα τον κοροϊδεύει που χάνει τον καιρό του, ευτυχώς τα παιδιά του, όταν ήταν μικρά χαιρόταν , και περίμεναν πως και πως να ζωντανέψει ο πατέρας το ξύλο και να το κάνει παιχνίδι και μετά να το πάρουν κι αυτά και με τη φαντασία τους, να το ζωντανέψουν κι άλλο…όχι όμως τα εγγόνια του, αυτά παίζουν με το tablet, παίζουν με φαντασία αλλουνού, έτοιμη, μην κουραστούν τα παιδιά….Έρχονται κάθε Πάσχα, τρώνε το αρνί, λένε δεν λένε μια κουβέντα, φεύγουν…

Γυρνάει με νεύρα σπίτι, τρώει το χλιαρό φαΐ, μπάμιες… αντιλαμβάνεται με την άκρη του ματιού του, την Μαρίκα να τον στραβοκοιτάζει ….

Που είναι εκείνη που αγάπησα , αναρωτιέται. Που είναι εκείνος που αγάπησε αυτή, αναρωτιέμαι κι εγώ.

Σήμερα, ίδια διαδρομή, ψιλόβροχο και μούχλα, που σου μαυρίζουν την ψυχή, λάσπη και υγρασία που φτάνει στο μεδούλι, βρίζει σ’όλη την διαδρομή,σκατά κι απόσκατα !

Το ηλικιωμένο ζευγάρι, στην βεράντα, η γιαγιά με σάλι , ο παππούς με μάλλινη ζακέτα, ο πατσαβούρακος στην ίδια θέση, γκρινιάζει…ιιιιιιι,ιιιιιιι,ιιιιιιι…

Ααααααααα τα νεύρα του!!!! Αποφασίζει να ρωτήσει τι τρέχει με το βρωμόσκυλο (όλα τον ενοχλούν σήμερα…άι σιχτίρ όλοι τους, που δεν έφυγε ποτέ από δω κι είχε τόσα όνειρα…)

Γιατί γκρινιάζει ο σκύλος, τι έχει; Ρωτάει…καταπίνοντας την τσατίλα του…σαν σάλιο γεμάτο πύον…

Ααααα, το κορίτσι μας, η Μιζέ, λέει η γιαγιά, κάθεται πάνω σ’ένα καρφί!

Άναυδος ο Γιώργος (σιγά μην τον ξαναπώ κύριο…) , ανοίγει το στόμα με απορία, τ’αυτιά με αγωνία, σκέφτεται πόσο χαζό πλάσμα…

Και γιατί δεν πάει παραπέρα; Τόσος χώρος…

Ε να, συνεχίζει η γιαγιά, το καρφί την πονάει τόσο, ώστε να γκρινιάζει, αλλά όχι αρκετά, ώστε ν’ αλλάξει θέση!

Μένει λίγο μ@λ@κας ο Γιώργος, σηκώνεται να φύγει, συνεχίζει το βρισίδι, την τύχη μου μέσα , την δουλειά μου, που δεν έχω λεφτά, χρόνο, ευκαιρίες, που έχω γυναίκα, παιδιά, χρέη….πως την έλεγαν την σκυλίτσα… Μιζέ, Μιζέ, Μιζέ….φωνάζει στην γιαγιά από μακριά : από που βγαίνει το Μιζέ;

Από το  Μιζέρια, γιε μου!

Φεύγει τρέχοντας από κει, κουτρουβαλάει στο δρόμο, τσαλαβουτάει στις λάσπες, πάει να σηκωθεί, ξαναπέφτει, τι του ΄πε η γριά; Νομίζει θα εκραγεί το κεφάλι του! Πατάει μια δυνατή κραυγή , σαν τον Ταρζάν, τρομάζουν τα πουλιά, πετάνε μακριά, ρίχνει και κάτι μπουνίδια σένα ξερό κορμό (κλισέ ξέρω, αλλά πως θα γίνει η ταινία;), πονάει το χέρι του, συνέρχεται, σηκώνεται, συνεχίζει….

Φτάνει στο εργοστάσιο, χτυπάει  κάρτα, χτυπάει το χέρι του στο γραφείο (για να μην χτυπήσει τον προϊστάμενο ), παίρνει μισό μισθό , φεύγει χωρίς να χαιρετήσει, εκτός αν η μούντζα θεωρείται χαιρετισμός (τότε ναι, χαιρέτησε…) γυρνάει σπίτι, χαιρετάει την Μαρίκα (με τον ίδιο τρόπο), παίρνει πέντε ρούχα και μια βαλίτσα με τα θαυματάκια του, χαιρετάει το χωριό (ναι, καταλαβαίνεις εσύ τώρα), χαιρετάει και τον παλιό του εαυτό για πάντα….

 

Εργασία:

Παρατήρησε! Παρατήρησε αν έχεις κι εσύ κάποια επαναλαμβανόμενη αρνητική (που σιγά μην ήταν θετική ) σκέψη .Ποιες σκέψεις την συνοδεύουν, ποιες είναι οι φίλες της, που όταν βρίσκονται όλες μαζί, κάνουν πάρτυ μέσα στο κεφάλι σου?

Γράψτε τες. Κατάλαβε ότι τις σκέφτεσαι, ότι δεν περνάνε απαρατήρητες! Πιάστε τες την  ώρα που έρχονται! Μπες κι ΕΣΥ στο πάρτυ! Άμα θέλεις χόρεψε μαζί τους. Για μια εβδομάδα…

Η ιστορία μου, βασίζεται στην γνωστή παραβολή με τον σκύλο που κάθεται πάνω στο καρφί. Ο Γιώργος, είναι ο δικός μου πρωταγωνιστής! Οι υπόλοιπες “σάλτσες”, επίσης δικές μου, “μαγειρεμένες” με πολύ αγάπη , με αγάπη για αλλαγή και αυτοβελτίωση!

Η εργασία που θέλω να κάνεις, είναι να γράψεις κι εσύ μια ιστοριούλα, με πρωταγωνιστή εσένα, μπορείς να σου αλλάξεις φύλο, ηλικία, επάγγελμα, ότι θες. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις την ίδια παραβολή ή κάτι τελείως άσχετο! Γράψε τι σκέφτεται ο πρωταγωνιστής σου, τι κάνει, πως φέρεται, μην τσιγκουνευτείς τις βρισιές και τις σάλτσες, γέλα με τον εαυτό σου! Άσε την φαντασία σου ελεύθερη, βάλτον να κάνει ότι πιο χαζό φανταστείς, αν δεν θέλεις να τον σώσεις στο τέλος, δεν πειράζει, άστον να παιδευτεί κι άλλο 😂😂😂. Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι, δεν έχω χρόνο (δεν σου ζήτησα να γράψεις εγκυκλοπαίδεια), δεν γράφω καλά (δεν είναι διαγωνισμός), θα γελάσουν μαζί μου (θα πρέπει να είσαι έτοιμος να γελάσεις πρώτα εσύ μαζί σου!), ή ότι άλλο μπορεί να σκαρφιστεί το μυαλό σου, να ξέρεις ότι είναι μόνο δικαιολογίες!!!!

Αν θέλεις μοιράσου την ιστορία σου με κάποιον γνωστό ή με κάποιον ξένο ή εδώ μαζί μου ( θα χαρώ απίστευτα) , όπως νιώθεις εσύ! Ήρθε η ώρα να αναγνωρίσεις αυτόν τον τύπο που ζει μέσα σου και να σταματήσεις να τον παίρνεις σοβαρά!                                          

Ήρθε η ώρα να τον αμφισβητήσεις….

4 thoughts on “Έχω έναν σκύλο που τον λένε Μιζέ!

  1. sofiapapa says:

    Λατρεμενη ιστορια! Αυτη τη φορα την απολαυσα περισσοτερο διαβαζοντας την ( ξερεις γιατι) και φυσικα γελασα με την ψυχη μουΠροσπαθω να μην κρυβω τη Μιζε μεσα μου αλλα να την σπρωχνω πιο περα απ το καρφι

    • ateliou ateliou says:

      Το καρφί, φιλενάδα, το έχεις ξεκαρφώσει και το έχεις πετάξει μακριά, εδώ και πολύ καιρό!!!

  2. Rena Satrina says:

    Πάντα ήσουν έμπνευση και παράδειγμα προς μίμηση, με αυτή την ιστορία καταλαβαίνω γιατί! Καλή αρχή! Μου άρεσε πολύ και με βρίσκει απίστευτα σύμφωνη! Ανυπομονώ για τις επόμενες <3

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρούνται πιο ενδιαφέρουσα και χρήσιμα.